Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοία
γλοιάζω
γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
γλουτός
γλυκάδιον
γλυκάζω
γλυκαίνω
γλύκανσις
γλυκαντικός
γλύκασμα
γλυκασμός
γλυκέλαιον
View word page
γλουρός
gold
ShortDef
gold
Debugging
Headword:
γλουρός
Headword (normalized):
γλουρός
Headword (normalized/stripped):
γλουρος
IDX:
19027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19028
Key:
Data
{'content': 'gold'}