Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοία
γλοιάζω
γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
γλουτός
γλυκάδιον
γλυκάζω
γλυκαίνω
γλύκανσις
γλυκαντικός
View word page
γλοιοπότις
sucking up grease

ShortDef

sucking up grease

Debugging

Headword:
γλοιοπότις
Headword (normalized):
γλοιοπότις
Headword (normalized/stripped):
γλοιοποτις
IDX:
19024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19025
Key:

Data

{'content': 'sucking up grease'}