Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοία
γλοιάζω
γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
γλουτός
γλυκάδιον
γλυκάζω
γλυκαίνω
γλύκανσις
View word page
γλοιόομαι
become sticky

ShortDef

become sticky

Debugging

Headword:
γλοιόομαι
Headword (normalized):
γλοιόομαι
Headword (normalized/stripped):
γλοιοομαι
IDX:
19023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19024
Key:

Data

{'content': 'become sticky'}