Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλισχρία
γλισχρολογέομαι
γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοία
γλοιάζω
γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
γλουτός
γλυκάδιον
γλυκάζω
View word page
γλοιάζω
wink, twinkle with the eyes

ShortDef

wink, twinkle with the eyes

Debugging

Headword:
γλοιάζω
Headword (normalized):
γλοιάζω
Headword (normalized/stripped):
γλοιαζω
IDX:
19021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19022
Key:

Data

{'content': 'wink, twinkle with the eyes'}