Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλισχρεύομαι
γλισχρία
γλισχρολογέομαι
γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοία
γλοιάζω
γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
γλουτός
γλυκάδιον
View word page
γλοία
glue

ShortDef

glue

Debugging

Headword:
γλοία
Headword (normalized):
γλοία
Headword (normalized/stripped):
γλοια
IDX:
19020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19021
Key:

Data

{'content': 'glue'}