Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλίσχρασμα
γλισχρεύομαι
γλισχρία
γλισχρολογέομαι
γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοία
γλοιάζω
γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
γλουτός
View word page
γλίχομαι
to cling to, strive after, long for

ShortDef

to cling to, strive after, long for

Debugging

Headword:
γλίχομαι
Headword (normalized):
γλίχομαι
Headword (normalized/stripped):
γλιχομαι
IDX:
19019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19020
Key:

Data

{'content': 'to cling to, strive after, long for'}