Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρασμα
γλισχρεύομαι
γλισχρία
γλισχρολογέομαι
γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοία
γλοιάζω
γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
View word page
γλίσχρων
glutton

ShortDef

glutton

Debugging

Headword:
γλίσχρων
Headword (normalized):
γλίσχρων
Headword (normalized/stripped):
γλισχρων
IDX:
19018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19019
Key:

Data

{'content': 'glutton'}