Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γληνοειδής
γλῆνος
γληχωνίτης
γλία
γλῖνος
Γλισᾶς
γλισχραίνομαι
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρασμα
γλισχρεύομαι
γλισχρία
γλισχρολογέομαι
γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοία
γλοιάζω
View word page
γλισχρία
stinginess
ShortDef
stinginess
Debugging
Headword:
γλισχρία
Headword (normalized):
γλισχρία
Headword (normalized/stripped):
γλισχρια
IDX:
19011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19012
Key:
Data
{'content': 'stinginess'}