Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλήνη
γληνοειδής
γλῆνος
γληχωνίτης
γλία
γλῖνος
Γλισᾶς
γλισχραίνομαι
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρασμα
γλισχρεύομαι
γλισχρία
γλισχρολογέομαι
γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοία
View word page
γλισχρεύομαι
to be close, stingy

ShortDef

to be close, stingy

Debugging

Headword:
γλισχρεύομαι
Headword (normalized):
γλισχρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
γλισχρευομαι
IDX:
19010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19011
Key:

Data

{'content': 'to be close, stingy'}