Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλευκοπότης
γλήνη
γληνοειδής
γλῆνος
γληχωνίτης
γλία
γλῖνος
Γλισᾶς
γλισχραίνομαι
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρασμα
γλισχρεύομαι
γλισχρία
γλισχρολογέομαι
γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
γλισχρόχολος
γλισχρώδης
γλίσχρων
γλίχομαι
View word page
γλίσχρασμα
gluten

ShortDef

gluten

Debugging

Headword:
γλίσχρασμα
Headword (normalized):
γλίσχρασμα
Headword (normalized/stripped):
γλισχρασμα
IDX:
19009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19010
Key:

Data

{'content': 'gluten'}