Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλάφω
γλευκαγωγός
γλευκάω
γλεύκινος
γλευκοπότης
γλήνη
γληνοειδής
γλῆνος
γληχωνίτης
γλία
γλῖνος
Γλισᾶς
γλισχραίνομαι
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρασμα
γλισχρεύομαι
γλισχρία
γλισχρολογέομαι
γλισχρολογία
γλίσχρος
γλισχρότης
View word page
γλῖνος
Cretan maple, Acer creticum

ShortDef

Cretan maple, Acer creticum

Debugging

Headword:
γλῖνος
Headword (normalized):
γλῖνος
Headword (normalized/stripped):
γλινος
IDX:
19005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19006
Key:

Data

{'content': 'Cretan maple, Acer creticum'}