Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλαυκῶπις
γλαύκωσις
γλαυκώψ
γλαυνός
γλαύξ
γλαύσσω
γλάφυ
Γλαφύρα
Γλαφύραι
γλαφυρία
γλαφυρός
γλαφυρότης
γλάφω
γλευκαγωγός
γλευκάω
γλεύκινος
γλευκοπότης
γλήνη
γληνοειδής
γλῆνος
γληχωνίτης
View word page
γλαφυρός
hollow, hollowed

ShortDef

hollow, hollowed

Debugging

Headword:
γλαφυρός
Headword (normalized):
γλαφυρός
Headword (normalized/stripped):
γλαφυρος
IDX:
18993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18994
Key:

Data

{'content': 'hollow, hollowed'}