Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλαυκώλενος
γλαύκωμα
Γλαύκων
Γλαυκώπιον
γλαυκῶπις
γλαύκωσις
γλαυκώψ
γλαυνός
γλαύξ
γλαύσσω
γλάφυ
Γλαφύρα
Γλαφύραι
γλαφυρία
γλαφυρός
γλαφυρότης
γλάφω
γλευκαγωγός
γλευκάω
γλεύκινος
γλευκοπότης
View word page
γλάφυ
hollow, cavern

ShortDef

hollow, cavern

Debugging

Headword:
γλάφυ
Headword (normalized):
γλάφυ
Headword (normalized/stripped):
γλαφυ
IDX:
18989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18990
Key:

Data

{'content': 'hollow, cavern'}