Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλαυκόχρως
γλαυκόω
Γλαυκώ
γλαυκώδης
γλαυκώλενος
γλαύκωμα
Γλαύκων
Γλαυκώπιον
γλαυκῶπις
γλαύκωσις
γλαυκώψ
γλαυνός
γλαύξ
γλαύσσω
γλάφυ
Γλαφύρα
Γλαφύραι
γλαφυρία
γλαφυρός
γλαφυρότης
γλάφω
View word page
γλαυκώψ
with gleaming eyes, brighteyed
ShortDef
with gleaming eyes, brighteyed
Debugging
Headword:
γλαυκώψ
Headword (normalized):
γλαυκώψ
Headword (normalized/stripped):
γλαυκωψ
IDX:
18985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18986
Key:
Data
{'content': 'with gleaming eyes, brighteyed'}