Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλαυκηπόρος
Γλαυκίας
γλαυκιάω
γλαυκίδανον
γλαυκίζω
γλαύκινος
γλαύκιον
γλαυκίσκος
γλαυκισμός
γλαυκοειδής
γλαυκόμματος
Γλαυκονόμη
γλαῦκος
Γλαῦκος
γλαυκός
γλαυκότης
γλαυκοχαίτης
γλαυκόχροος
γλαυκόχρως
γλαυκόω
Γλαυκώ
View word page
γλαυκόμματος
gray-eyed

ShortDef

gray-eyed

Debugging

Headword:
γλαυκόμματος
Headword (normalized):
γλαυκόμματος
Headword (normalized/stripped):
γλαυκομματος
IDX:
18967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18968
Key:

Data

{'content': 'gray-eyed'}