Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γλαύκη
γλαυκηπόρος
Γλαυκίας
γλαυκιάω
γλαυκίδανον
γλαυκίζω
γλαύκινος
γλαύκιον
γλαυκίσκος
γλαυκισμός
γλαυκοειδής
γλαυκόμματος
Γλαυκονόμη
γλαῦκος
Γλαῦκος
γλαυκός
γλαυκότης
γλαυκοχαίτης
γλαυκόχροος
γλαυκόχρως
γλαυκόω
View word page
γλαυκοειδής
grey

ShortDef

grey

Debugging

Headword:
γλαυκοειδής
Headword (normalized):
γλαυκοειδής
Headword (normalized/stripped):
γλαυκοειδης
IDX:
18966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18967
Key:

Data

{'content': 'grey'}