Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλακτοφόρος
γλαμυρός
γλάμων
γλάνις
γλάνος
γλαρίς
Γλαύκη
γλαυκηπόρος
Γλαυκίας
γλαυκιάω
γλαυκίδανον
γλαυκίζω
γλαύκινος
γλαύκιον
γλαυκίσκος
γλαυκισμός
γλαυκοειδής
γλαυκόμματος
Γλαυκονόμη
γλαῦκος
Γλαῦκος
View word page
γλαυκίδανον
eyesalve

ShortDef

eyesalve

Debugging

Headword:
γλαυκίδανον
Headword (normalized):
γλαυκίδανον
Headword (normalized/stripped):
γλαυκιδανον
IDX:
18960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18961
Key:

Data

{'content': 'eyesalve'}