Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλακτοφάγος
γλακτοφόρος
γλαμυρός
γλάμων
γλάνις
γλάνος
γλαρίς
Γλαύκη
γλαυκηπόρος
Γλαυκίας
γλαυκιάω
γλαυκίδανον
γλαυκίζω
γλαύκινος
γλαύκιον
γλαυκίσκος
γλαυκισμός
γλαυκοειδής
γλαυκόμματος
Γλαυκονόμη
γλαῦκος
View word page
γλαυκιάω
glaring fiercely
ShortDef
glaring fiercely
Debugging
Headword:
γλαυκιάω
Headword (normalized):
γλαυκιάω
Headword (normalized/stripped):
γλαυκιαω
IDX:
18959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18960
Key:
Data
{'content': 'glaring fiercely'}