Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλάζω
γλαινοί
γλακτοπαγής
γλακτοφάγος
γλακτοφόρος
γλαμυρός
γλάμων
γλάνις
γλάνος
γλαρίς
Γλαύκη
γλαυκηπόρος
Γλαυκίας
γλαυκιάω
γλαυκίδανον
γλαυκίζω
γλαύκινος
γλαύκιον
γλαυκίσκος
γλαυκισμός
γλαυκοειδής
View word page
Γλαύκη
Glauce

ShortDef

Glauce

Debugging

Headword:
Γλαύκη
Headword (normalized):
γλαύκη
Headword (normalized/stripped):
γλαυκη
IDX:
18956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18957
Key:

Data

{'content': 'Glauce'}