Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλαγότροφος
γλάζω
γλαινοί
γλακτοπαγής
γλακτοφάγος
γλακτοφόρος
γλαμυρός
γλάμων
γλάνις
γλάνος
γλαρίς
Γλαύκη
γλαυκηπόρος
Γλαυκίας
γλαυκιάω
γλαυκίδανον
γλαυκίζω
γλαύκινος
γλαύκιον
γλαυκίσκος
γλαυκισμός
View word page
γλαρίς
chisel
ShortDef
chisel
Debugging
Headword:
γλαρίς
Headword (normalized):
γλαρίς
Headword (normalized/stripped):
γλαρις
IDX:
18955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18956
Key:
Data
{'content': 'chisel'}