Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γιγγλυμόομαι
γίγγλυμος
γιγγλυμωτός
γιγγράϊνος
γιγγραντός
γίγγρας
γιγγρασμός
γίγνομαι
γιγνώσκω
γιζί
γιλός
γίννος
γινώσκω
γίξαι
Γλάβρος
γλαγάω
γλαγερός
γλαγόεις
γλαγοπήξ
γλάγος
γλαγότροφος
View word page
γιλός
genista, broom

ShortDef

genista, broom

Debugging

Headword:
γιλός
Headword (normalized):
γιλός
Headword (normalized/stripped):
γιλος
IDX:
18935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18936
Key:

Data

{'content': 'genista, broom'}