Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γιγγλισμός
γιγγλυμοειδής
γιγγλυμόομαι
γίγγλυμος
γιγγλυμωτός
γιγγράϊνος
γιγγραντός
γίγγρας
γιγγρασμός
γίγνομαι
γιγνώσκω
γιζί
γιλός
γίννος
γινώσκω
γίξαι
Γλάβρος
γλαγάω
γλαγερός
γλαγόεις
γλαγοπήξ
View word page
γιγνώσκω
to learn to know, to perceive, mark, learn
ShortDef
to learn to know, to perceive, mark, learn
Debugging
Headword:
γιγνώσκω
Headword (normalized):
γιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
γιγνωσκω
IDX:
18933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18934
Key:
Data
{'content': 'to learn to know, to perceive, mark, learn'}