Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γητομέω
γηφαγέω
γηφάγος
γήχυτον
Γιγάντειος
Γίγαντες
Γιγαντολέτης
Γιγαντομαχία
Γιγαντόραιστος
Γιγαντοφόνος
Γιγαντώδης
γίγαρτον
γιγαρτώδης
γιγαρτώνιον
Γίγας
γιγγίδιον
γιγγίς
γίγγλαρος
γιγγλισμός
γιγγλυμοειδής
γιγγλυμόομαι
View word page
Γιγαντώδης
gigantic
ShortDef
gigantic
Debugging
Headword:
Γιγαντώδης
Headword (normalized):
γιγαντώδης
Headword (normalized/stripped):
γιγαντωδης
IDX:
18915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18916
Key:
Data
{'content': 'gigantic'}