Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
γητομέω
γηφαγέω
γηφάγος
γήχυτον
Γιγάντειος
Γίγαντες
Γιγαντολέτης
Γιγαντομαχία
Γιγαντόραιστος
Γιγαντοφόνος
Γιγαντώδης
γίγαρτον
γιγαρτώδης
γιγαρτώνιον
Γίγας
View word page
Γιγάντειος
gigantic

ShortDef

gigantic

Debugging

Headword:
Γιγάντειος
Headword (normalized):
γιγάντειος
Headword (normalized/stripped):
γιγαντειος
IDX:
18909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18910
Key:

Data

{'content': 'gigantic'}