Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
γητομέω
γηφαγέω
γηφάγος
γήχυτον
Γιγάντειος
Γίγαντες
Γιγαντολέτης
Γιγαντομαχία
Γιγαντόραιστος
Γιγαντοφόνος
Γιγαντώδης
γίγαρτον
γιγαρτώδης
View word page
γηφάγος
herbeating

ShortDef

herbeating

Debugging

Headword:
γηφάγος
Headword (normalized):
γηφάγος
Headword (normalized/stripped):
γηφαγος
IDX:
18907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18908
Key:

Data

{'content': 'herbeating'}