Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
γητομέω
γηφαγέω
γηφάγος
γήχυτον
Γιγάντειος
Γίγαντες
Γιγαντολέτης
Γιγαντομαχία
Γιγαντόραιστος
Γιγαντοφόνος
Γιγαντώδης
γίγαρτον
View word page
γηφαγέω
eat earth
ShortDef
eat earth
Debugging
Headword:
γηφαγέω
Headword (normalized):
γηφαγέω
Headword (normalized/stripped):
γηφαγεω
IDX:
18906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18907
Key:
Data
{'content': 'eat earth'}