Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
γητομέω
γηφαγέω
γηφάγος
γήχυτον
Γιγάντειος
Γίγαντες
Γιγαντολέτης
Γιγαντομαχία
Γιγαντόραιστος
View word page
γήτειον
a leek

ShortDef

a leek

Debugging

Headword:
γήτειον
Headword (normalized):
γήτειον
Headword (normalized/stripped):
γητειον
IDX:
18903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18904
Key:

Data

{'content': 'a leek'}