Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
γητομέω
γηφαγέω
γηφάγος
γήχυτον
Γιγάντειος
Γίγαντες
Γιγαντολέτης
Γιγαντομαχία
View word page
γηρύω
to sing
ShortDef
to sing
Debugging
Headword:
γηρύω
Headword (normalized):
γηρύω
Headword (normalized/stripped):
γηρυω
IDX:
18902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18903
Key:
Data
{'content': 'to sing'}