Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
γητομέω
γηφαγέω
γηφάγος
γήχυτον
Γιγάντειος
Γίγαντες
View word page
Γηρυόνης
Geryon
ShortDef
Geryon
Debugging
Headword:
Γηρυόνης
Headword (normalized):
γηρυόνης
Headword (normalized/stripped):
γηρυονης
IDX:
18900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18901
Key:
Data
{'content': 'Geryon'}