Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
γητομέω
γηφαγέω
γηφάγος
γήχυτον
Γιγάντειος
View word page
γήρυμα
a voice, sound, tone

ShortDef

a voice, sound, tone

Debugging

Headword:
γήρυμα
Headword (normalized):
γήρυμα
Headword (normalized/stripped):
γηρυμα
IDX:
18899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18900
Key:

Data

{'content': 'a voice, sound, tone'}