Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
γητομέω
γηφαγέω
γηφάγος
γήχυτον
View word page
γηρυγόνος
born of sound

ShortDef

born of sound

Debugging

Headword:
γηρυγόνος
Headword (normalized):
γηρυγόνος
Headword (normalized/stripped):
γηρυγονος
IDX:
18898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18899
Key:

Data

{'content': 'born of sound'}