Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
γητομέω
γηφαγέω
γηφάγος
View word page
γηρυγόνη
born of sound
ShortDef
born of sound
Debugging
Headword:
γηρυγόνη
Headword (normalized):
γηρυγόνη
Headword (normalized/stripped):
γηρυγονη
IDX:
18897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18898
Key:
Data
{'content': 'born of sound'}