Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
γητομέω
γηφαγέω
View word page
γηροφορέω
carry an old person

ShortDef

carry an old person

Debugging

Headword:
γηροφορέω
Headword (normalized):
γηροφορέω
Headword (normalized/stripped):
γηροφορεω
IDX:
18896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18897
Key:

Data

{'content': 'carry an old person'}