Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
γητομέω
View word page
γηροτρόφος
nurse of old age

ShortDef

nurse of old age

Debugging

Headword:
γηροτρόφος
Headword (normalized):
γηροτρόφος
Headword (normalized/stripped):
γηροτροφος
IDX:
18895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18896
Key:

Data

{'content': 'nurse of old age'}