Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
γητικά
View word page
γηροτρόφιον
alms-house for the aged

ShortDef

alms-house for the aged

Debugging

Headword:
γηροτρόφιον
Headword (normalized):
γηροτρόφιον
Headword (normalized/stripped):
γηροτροφιον
IDX:
18894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18895
Key:

Data

{'content': 'alms-house for the aged'}