Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
View word page
γηροτροφέω
to feed or cherish in old age

ShortDef

to feed or cherish in old age

Debugging

Headword:
γηροτροφέω
Headword (normalized):
γηροτροφέω
Headword (normalized/stripped):
γηροτροφεω
IDX:
18893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18894
Key:

Data

{'content': 'to feed or cherish in old age'}