Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
View word page
γηροκόμος
tending old age

ShortDef

tending old age

Debugging

Headword:
γηροκόμος
Headword (normalized):
γηροκόμος
Headword (normalized/stripped):
γηροκομος
IDX:
18892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18893
Key:

Data

{'content': 'tending old age'}