Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γηραιός
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
View word page
γηροκομικός
belonging to γηροκομία

ShortDef

belonging to γηροκομία

Debugging

Headword:
γηροκομικός
Headword (normalized):
γηροκομικός
Headword (normalized/stripped):
γηροκομικος
IDX:
18891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18892
Key:

Data

{'content': 'belonging to γηροκομία'}