Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
γηρυγόνη
γηρυγόνος
View word page
γηροβοσκός
feeding, tending in old age

ShortDef

feeding, tending in old age

Debugging

Headword:
γηροβοσκός
Headword (normalized):
γηροβοσκός
Headword (normalized/stripped):
γηροβοσκος
IDX:
18888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18889
Key:

Data

{'content': 'feeding, tending in old age'}