Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
γηροφορέω
View word page
γηροβοσκέω
to feed
ShortDef
to feed
Debugging
Headword:
γηροβοσκέω
Headword (normalized):
γηροβοσκέω
Headword (normalized/stripped):
γηροβοσκεω
IDX:
18886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18887
Key:
Data
{'content': 'to feed'}