Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
γηροτρόφος
View word page
γήρειον
thistledown

ShortDef

thistledown

Debugging

Headword:
γήρειον
Headword (normalized):
γήρειον
Headword (normalized/stripped):
γηρειον
IDX:
18885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18886
Key:

Data

{'content': 'thistledown'}