Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφιον
View word page
γηράσκω
to grow old, become old

ShortDef

to grow old, become old

Debugging

Headword:
γηράσκω
Headword (normalized):
γηράσκω
Headword (normalized/stripped):
γηρασκω
IDX:
18884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18885
Key:

Data

{'content': 'to grow old, become old'}