Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
γηροτροφέω
View word page
γῆρας
old age
ShortDef
old age
Debugging
Headword:
γῆρας
Headword (normalized):
γῆρας
Headword (normalized/stripped):
γηρας
IDX:
18883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18884
Key:
Data
{'content': 'old age'}