Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γηλεχής
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
γηροκομικός
γηροκόμος
View word page
γήρανσις
a growing old

ShortDef

a growing old

Debugging

Headword:
γήρανσις
Headword (normalized):
γήρανσις
Headword (normalized/stripped):
γηρανσις
IDX:
18882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18883
Key:

Data

{'content': 'a growing old'}