Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γήϊνος
γηΐτης
γηλεχής
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
γηροβοσκός
γηροκομεῖον
γηροκομία
View word page
γηπετής
falling

ShortDef

falling

Debugging

Headword:
γηπετής
Headword (normalized):
γηπετής
Headword (normalized/stripped):
γηπετης
IDX:
18880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18881
Key:

Data

{'content': 'falling'}