Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γηθυλλίς
γήϊνος
γηΐτης
γηλεχής
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
γηροβοσκία
View word page
γηοχέω
to possess land
ShortDef
to possess land
Debugging
Headword:
γηοχέω
Headword (normalized):
γηοχέω
Headword (normalized/stripped):
γηοχεω
IDX:
18877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18878
Key:
Data
{'content': 'to possess land'}