Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γηθυλλίς
γήϊνος
γηΐτης
γηλεχής
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γήρειον
γηροβοσκέω
View word page
γηοῦχος
land-holding

ShortDef

land-holding

Debugging

Headword:
γηοῦχος
Headword (normalized):
γηοῦχος
Headword (normalized/stripped):
γηουχος
IDX:
18876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18877
Key:

Data

{'content': 'land-holding'}