Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γηθαλάσσιος
γηθαλέος
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γηθυλλίς
γήϊνος
γηΐτης
γηλεχής
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γήρανσις
γῆρας
View word page
γήλοφος
a hill

ShortDef

a hill

Debugging

Headword:
γήλοφος
Headword (normalized):
γήλοφος
Headword (normalized/stripped):
γηλοφος
IDX:
18873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18874
Key:

Data

{'content': 'a hill'}