Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γῄδιον
γηθαλάσσιος
γηθαλέος
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γηθυλλίς
γήϊνος
γηΐτης
γηλεχής
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γήρανσις
View word page
γηλεχής
sleeping on the earth

ShortDef

sleeping on the earth

Debugging

Headword:
γηλεχής
Headword (normalized):
γηλεχής
Headword (normalized/stripped):
γηλεχης
IDX:
18872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18873
Key:

Data

{'content': 'sleeping on the earth'}