Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γήδιον
γῄδιον
γηθαλάσσιος
γηθαλέος
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γηθυλλίς
γήϊνος
γηΐτης
γηλεχής
γήλοφος
γημόριον
γημόρος
γηοῦχος
γηοχέω
γηπάτταλος
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
View word page
γηΐτης
husbandman
ShortDef
husbandman
Debugging
Headword:
γηΐτης
Headword (normalized):
γηΐτης
Headword (normalized/stripped):
γηιτης
IDX:
18871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18872
Key:
Data
{'content': 'husbandman'}